- βοτανικούς
- βοτανικόςof herbsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek
χρυσομονάδες — οι, Ν 1. βιολ. ομάδα ευκαρυωτικών φωτοσυνθετικών μαστιγοφόρων οργανισμών, που θεωρούνται από τους μεν βοτανικούς ως φύκη που απαρτίζουν την τάξη χρυσομοναδώδη τής κλάσης χρυσοφύκη, ενώ από τους ζωολόγους ως τάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής… … Dictionary of Greek
αντιάρις — (antiaris). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των μορεϊδών, με 16 είδη, ιθαγενή των Ινδιών. Είναι δέντρα ή θάμνοι με χυμό σαν γάλα και φύλλα που επαλλάσσουν, ωοειδή και ακέραια. Γνωστότερο είδος είναι η α. η… … Dictionary of Greek
βικτορία — (victoria).Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, γιγαντιαίων, υδροχαρών φυτών της οικογένειας των νυμφαιιδών (nymphaeaceae), που συναντώνται στους ποταμούς της ζώνης του Ισημερινού και στη νότια Αφρική. Έχουν σαρκώδες, κυλινδρικό ρίζωμα σφηνωμένο μέσα… … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ιμπαντάν — (Ibadan). Πόλη (περ. 1.450.000 κάτ. το 2003) της νοτιοδυτικής Νιγηρίας, πρωτεύουσα και έδρα της κυβέρνησης της πολιτείας Όγιο. Είναι χτισμένη σε μια μεγάλη πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά, περίπου 70 χλμ. από τη θάλασσα και 110 χλμ.… … Dictionary of Greek
Κέλερ, Μπόρις Αλεξάντροβιτς — (Boris Aleksandrovich Keller, Πετρούπολη 1874 – Μόσχα 1945). Ρώσος βοτανολόγος. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Γεωργικών Επιστημών Β.I. Λένιν και μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης. Το 1902 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Καζάν … Dictionary of Greek